- αποκτηνωτικός
- η , ό[ν] скотский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκτηνωτικός — ή, ό αυτός που οδηγεί σε αποκτήνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκτηνώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek